Εμφανίζει την πολιτική της ως σωτηρία για τη χώρα, ενώ στην πραγματικότητα είναι σωτήρια για ορισμένους τραπεζίτες και ειδικής κατηγορίας κεφαλαιούχους, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εσωτερικό. Δηλαδή, συστηματικά αναφέρεται σε υπαρκτά προβλήματα, και κατόπιν παρουσιάζει τις επιλογές της ως δήθεν ανταποκρινόμενες στις απαιτήσεις λύσης αυτών των προβλημάτων και μάλιστα ως τις μοναδικές. Τέλος, από τα προβλήματα που έχει η χώρα, επιλέγει να προβάλλει μόνο εκείνα που είναι στη λογική του συμπλέγματος ξένων και ντόπιων συμφερόντων. Πιο αναλυτικά:
Δύο ερμηνείες του προβλήματος και διαφορετικοί δρόμοι λύσης τους
Ποιο είναι το πρόβλημα της χώρας; Είναι ότι δεν διαθέτει οργανωμένη ευρεία παραγωγική βάση. Ότι ο τομέας της βιομηχανίας έχει αποδιοργανωθεί παντελώς. Ότι εισάγουμε ακόμα και βασικά αγροτικά προϊόντα που η χώρα θα έπρεπε να παράγει. Προϊόντα όπως η zάχαρη, το λεμόνι, ορισμένα φρούτα. Ότι ο ορυκτός πλούτος είναι ανεκμετάλλευτος και σχεδιάζεται να παραδοθεί σε άνομα συμφέροντα. Ότι, τελευταίο παράδειγμα, η οικοδομή, η παλιά ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται σε πλήρη διάλυση. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια διαδικασία απώλειας της ίδιας της οικονομικής – παραγωγικής της βάσης.Πώς απαντά η κυβέρνηση σε αυτό το πρόβλημα; Ουσιαστικά δεν απαντά διότι δεν ασχολείται με το πρόβλημα. Πιθανά και να μην το καταλαβαίνει. Η ίδια μαζί με την Τρόικα ορίζει το ελληνικό πρόβλημα μόνο με όρους νομισματικών μεγεθών, ως έλλειμμα και χρέος. Ασφαλώς και αυτό το πρόβλημα υπάρχει. Μόνο που είναι αποτέλεσμα των προηγούμενων ελλείψεων, καθώς και σπαταλών και φοροδιαφυγής και όχι αντίστροφα όπως το εμφανίζουν. Η αντιστροφή της σχέσης πραγματικού προβλήματος και συνοδευτικών σε αυτό ζητημάτων οδηγεί και σε λάθος απαντήσεις.Σύμφωνα με τη δική μου άποψη, που την έχω παραθέσει από αυτή τη στήλη εδώ και πολλά χρόνια, η Ελλάδα έχει ανάγκη να ειδικευτεί σε σύγχρονους τομείς παραγωγής, όπως πληροφορική, νανοτεχνολογία, βιογενετική, νέα υλικά και στη βάση αυτής της ειδίκευσης να αναπτυχθεί. Προκειμένου αυτό να επιτευχθεί χρειάζεται αύξηση των κονδυλίων στην εκπαίδευση και στην έρευνα, συνδυαστικές πολιτικές ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων, περιφερειακή ειδίκευση. Με αυτό τον τρόπο θα αυξηθεί το ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) και θα ενισχυθεί η ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των δανείων της. Μια τέτοια πολιτική, θα πρέπει να συνοδεύεται από την δίωξη της φοροκλοπής, φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής. Την καταπολέμηση της παραοικονομίας. Εάν αυτό γινόταν, όπως ήδη έχω αποδείξει, το δημόσιο χρέος θα ήταν στα 67% του ΑΕΠ και η χώρα δεν θα είχε το σημερινό δημοσιονομικό πρόβλημα.Σύμφωνα με την άποψη των νεοφιλελευθέρων, της Τρόικας, δηλαδή, και της κυβέρνησης, το πρόβλημα της Ελλάδας είναι πρόβλημα δημοσιονομικών μεγεθών. Εκείνο που απαιτείται είναι να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες, να περιοριστεί το λαϊκό εισόδημα, να αυξηθεί η φοροαρπαγή. Με αυτό τον τρόπο μειώνουν μισθούς και συντάξεις. Περιορίζουν τις δημόσιες δαπάνες. Οδηγούν με άλλα λόγια την ελληνική οικονομία σε ύφεση. Η βαθιά ύφεση της οικονομίας αυξάνει τα προβλήματα επιβίωσης των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα κάνει αδύνατη την αποπληρωμή των δανείων που έχει λάβει το ελληνικό κράτος. Η αδυναμία αυτή καταγράφτηκε με σαφήνεια στην αποτυχία του Μνημονίου 1. Η κυβέρνηση ακόμα δεν έχει εξηγήσει, ως όφειλε αν ένοιωθε ότι ζούμε σε μια ουσιαστική δημοκρατία, πώς και γιατί υπήρξε αυτή η αποτυχία, ποιος είναι ο υπεύθυνος. Η αποτυχία του Μνημονίου 1 οδηγεί σε νέο δανεισμό με το Μνημόνιο 2 (μεσοπρόθεσμο, όπως λέγεται, πρόγραμμα). Το Μνημόνιο 2 στηρίζεται στην ίδια συνταγή που στηρίζεται και το ήδη αποτυχημένο Μνημόνιο.
1. Η μη ερμηνεία της αποτυχίας του ενός «επιτρέπει» την επανάληψη μιας αποτυχημένης και άδικης πολιτικής.
2. Η αποτυχία της συνταγής των τραπεζιτών άλλοθι για τη λεηλασία της χώρας
Η κυβέρνηση παριστάνει ως να έχει κατακτήσει έργον λαμπρό με την συμφωνία για το Μνημόνιο 2. Ουσιαστικά, όμως, αυτό το Μνημόνιο έγινε αναγκαίο για δύο λόγους. Πρώτον διότι η χώρα μπήκε σε ύφεση, όπως είχαμε προβλέψει πολλοί, και άρα αδυνατεί να αποπληρώσει τα δάνειά της, και, δεύτερον, διότι ο ξένος παράγοντας δεν επιθυμεί να αλλάξει ουσιαστικά τους όρους δανεισμού. Αυτοί οι όροι θα μπορούσαν να είχαν διασφαλιστεί κατά τη διαπραγμάτευση του Μνημονίου 1, εφόσον η κυβέρνηση είχε θελήσει να διαπραγματευτεί.Το γεγονός είναι ότι η χώρα δεν μπορεί να ικανοποιήσει, πλέον, τις απαιτήσεις των δανειστών. Μπροστά της έχει μόνο μια λύση, την αναδιάρθρωση των δανείων. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να γίνει αυτό και δεν μπορεί να συμφωνεί η Ελλάδα στο να θυσιάζεται προκειμένου να μην χάσουν ορισμένοι τραπεζίτες χρήματα από τα ασφάλιστρα που έχουν παιχτεί πάνω στην ελληνική περίπτωση. Η αναδιάρθρωση, όμως, δεν γίνεται. Για άλλη μια φορά η κυβέρνηση αποδέχεται το εις βάρος της χώρας πλαίσιο που θέτουν οι ξένοι εκπρόσωποι των τραπεζιτών και αντί να αναδιαρθρώσει το χρέος μια ώρα αρχύτερα και σε πιθανά διαχειρίσημα ποσά και μεγέθη των δανείων, δέχεται την αναβολή αυτής της αναδιάρθρωσης για όταν οι ξένοι τραπεζίτες θα έχουν διασφαλίσει τα συμφέροντα και δικαιώματά τους. Με άλλα λόγια η αναδιάρθρωση δεν πρόκειται να αποφευχθεί. Απλά θα γίνει αργότερα και με δυσμενέστερους όρους για την Ελλάδα. Σε αυτούς τους όρους, πρέπει να υπογραμμιστεί, θα προστεθεί και ένας επιπλέον: το ξεπούλημα της Ελληνικής Δημόσιας Περιουσίας. Κυριολεκτικά ξεπούλημα σε φτηνές τιμές.Η σχεδιαζόμενη λεηλασία της δημόσιας περιουσίας αποτελεί το επιστέγασμα των κερδών των τοκογλύφων που μας δανείζουν. Όχι μόνο λαμβάνουν ήδη υψηλούς τόκους, αλλά επιπλέον, με τα κέρδη που πραγματοποιούν σε βάρος μας θα αγοράσουν φτηνά ότι πολυτιμότερο διαθέτουμε. Αυτό το γεγονός αποτελεί μέγιστο πρόβλημα. Τόσο διότι θα αποτελεί μια μεγάλη λεηλασία, όσο και διότι η Ελλάδα θα χάσει από τα χέριά της τους πιο απαραίτητους μοχλούς προκειμένου να εξέλθει από την κρίση, αφού θα της έχουν αφαιρεθεί τα προς τούτο εργαλεία. Για όποιον έχει αμφιβολία θυμίζω ότι το 1994 το ελληνικό χρέος ήταν 90 δισεκατομμύρια, από τότε πληρώσαμε 575 δισεκατομμύρια και χρωστάμε ακόμα 340 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή, έχουμε ξεπληρώσει τα δάνειά μας δέκα φορές και ακόμα δανειζόμαστε για να τα ξεπληρώσουμε.
2. Η αποτυχία της συνταγής των τραπεζιτών άλλοθι για τη λεηλασία της χώρας
Η κυβέρνηση παριστάνει ως να έχει κατακτήσει έργον λαμπρό με την συμφωνία για το Μνημόνιο 2. Ουσιαστικά, όμως, αυτό το Μνημόνιο έγινε αναγκαίο για δύο λόγους. Πρώτον διότι η χώρα μπήκε σε ύφεση, όπως είχαμε προβλέψει πολλοί, και άρα αδυνατεί να αποπληρώσει τα δάνειά της, και, δεύτερον, διότι ο ξένος παράγοντας δεν επιθυμεί να αλλάξει ουσιαστικά τους όρους δανεισμού. Αυτοί οι όροι θα μπορούσαν να είχαν διασφαλιστεί κατά τη διαπραγμάτευση του Μνημονίου 1, εφόσον η κυβέρνηση είχε θελήσει να διαπραγματευτεί.Το γεγονός είναι ότι η χώρα δεν μπορεί να ικανοποιήσει, πλέον, τις απαιτήσεις των δανειστών. Μπροστά της έχει μόνο μια λύση, την αναδιάρθρωση των δανείων. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να γίνει αυτό και δεν μπορεί να συμφωνεί η Ελλάδα στο να θυσιάζεται προκειμένου να μην χάσουν ορισμένοι τραπεζίτες χρήματα από τα ασφάλιστρα που έχουν παιχτεί πάνω στην ελληνική περίπτωση. Η αναδιάρθρωση, όμως, δεν γίνεται. Για άλλη μια φορά η κυβέρνηση αποδέχεται το εις βάρος της χώρας πλαίσιο που θέτουν οι ξένοι εκπρόσωποι των τραπεζιτών και αντί να αναδιαρθρώσει το χρέος μια ώρα αρχύτερα και σε πιθανά διαχειρίσημα ποσά και μεγέθη των δανείων, δέχεται την αναβολή αυτής της αναδιάρθρωσης για όταν οι ξένοι τραπεζίτες θα έχουν διασφαλίσει τα συμφέροντα και δικαιώματά τους. Με άλλα λόγια η αναδιάρθρωση δεν πρόκειται να αποφευχθεί. Απλά θα γίνει αργότερα και με δυσμενέστερους όρους για την Ελλάδα. Σε αυτούς τους όρους, πρέπει να υπογραμμιστεί, θα προστεθεί και ένας επιπλέον: το ξεπούλημα της Ελληνικής Δημόσιας Περιουσίας. Κυριολεκτικά ξεπούλημα σε φτηνές τιμές.Η σχεδιαζόμενη λεηλασία της δημόσιας περιουσίας αποτελεί το επιστέγασμα των κερδών των τοκογλύφων που μας δανείζουν. Όχι μόνο λαμβάνουν ήδη υψηλούς τόκους, αλλά επιπλέον, με τα κέρδη που πραγματοποιούν σε βάρος μας θα αγοράσουν φτηνά ότι πολυτιμότερο διαθέτουμε. Αυτό το γεγονός αποτελεί μέγιστο πρόβλημα. Τόσο διότι θα αποτελεί μια μεγάλη λεηλασία, όσο και διότι η Ελλάδα θα χάσει από τα χέριά της τους πιο απαραίτητους μοχλούς προκειμένου να εξέλθει από την κρίση, αφού θα της έχουν αφαιρεθεί τα προς τούτο εργαλεία. Για όποιον έχει αμφιβολία θυμίζω ότι το 1994 το ελληνικό χρέος ήταν 90 δισεκατομμύρια, από τότε πληρώσαμε 575 δισεκατομμύρια και χρωστάμε ακόμα 340 δισεκατομμύρια ευρώ. Δηλαδή, έχουμε ξεπληρώσει τα δάνειά μας δέκα φορές και ακόμα δανειζόμαστε για να τα ξεπληρώσουμε.
Οι λύσεις του δήθεν μονόδρομου είναι αντιπαραγωγικές και άδικες
Η διάγνωση του ελληνικού προβλήματος που κάνει η κυβέρνηση είναι λανθασμένη, και οι λύσεις που προτείνει είναι αντιπαραγωγικές, δεν οδηγούν σε έξοδο από την κρίση. Το χειρότερο από όλα είναι ότι η κυβέρνηση στο όνομα υπαρκτών προβλημάτων που διαβάζει μονόπλευρα, στο όνομα ότι η ανάγνωσή της είναι μονόδρομος, θεωρεί ότι μπορεί να επιβάλλει οποιαδήποτε λύση χωρίς κανένα τίμημα. Με άλλα λόγια, εφόσον υπάρχει κατά τη γνώμη της πρόβλημα, αυτό οφείλει να το λύσει σε βάρος των λαϊκών και μεσαίων εισοδημάτων, δημιουργώντας, ταυτόχρονα, νέα κίνητρα για το μεγάλο κεφάλαιο και τους κεφαλαιούχους. Η κυβέρνηση επιτίθεται σε δημόσια περιουσία, μισθούς, συντάξεις και μικρούς επιχειρηματίες και επαγγελματίες στο όνομα της κρίσης. Και αυτό, παρόλο που δεν έχουν εκείνοι την ευθύνη, ή έστω την κύρια ευθύνη για τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Αντίθετα, οι φοροκλέπτες, οι άνθρωποι της παραοικονομίας και οι ατσίδες του χρηματοπιστωτικού συστήματος μένουν στο απυρόβλητο, όχι μόνο ως προς τα μέτρα που λαμβάνονται, αλλά και ηθικά. Ευτυχώς, επί παραδείγματι, που η Ουέφα αποκάλυψε ορισμένα από τα κυκλώματα στο ποδόσφαιρο για να γίνει φανερό που βρίσκονται τα πολλά λεφτά, με πιο τρόπο αποκτώνται και πόσο μονόπλευρη είναι η κυβέρνηση στην πολιτική της.Συνολικά η κυβέρνηση διαβάζει με σκληρή αντικοινωνική πρόθεση και λάθος γυαλιά τις αιτίες της κρίσης. Επιλέγει να συμπορευθεί με τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις στην αναζήτηση μονόπλευρων λύσεων. Οι «λύσεις» αυτές είναι αντιπαραγωγικές. Οξύνουν και δεν λύνουν το πρόβλημα. Κοινωνικά είναι άδικες και μονόπλευρα διατεταγμένες. Όταν λοιπόν η κυβέρνηση μιλά για μονόδρομο δεν εννοεί ότι δεν υπάρχουν άλλες λύσεις, αλλά ότι δεν υπάρχουν άλλες επιλογές προς όφελος των λίγων και για την προστασία των συμφερόντων τους. Για εκείνη, λοιπόν, και για εκείνους μπορεί να είναι μονόδρομος, όχι και για μας που γνωρίζουμε ότι και υπάρχει άλλος δρόμος, και οφείλουμε να τον διαβούμε.
Η διάγνωση του ελληνικού προβλήματος που κάνει η κυβέρνηση είναι λανθασμένη, και οι λύσεις που προτείνει είναι αντιπαραγωγικές, δεν οδηγούν σε έξοδο από την κρίση. Το χειρότερο από όλα είναι ότι η κυβέρνηση στο όνομα υπαρκτών προβλημάτων που διαβάζει μονόπλευρα, στο όνομα ότι η ανάγνωσή της είναι μονόδρομος, θεωρεί ότι μπορεί να επιβάλλει οποιαδήποτε λύση χωρίς κανένα τίμημα. Με άλλα λόγια, εφόσον υπάρχει κατά τη γνώμη της πρόβλημα, αυτό οφείλει να το λύσει σε βάρος των λαϊκών και μεσαίων εισοδημάτων, δημιουργώντας, ταυτόχρονα, νέα κίνητρα για το μεγάλο κεφάλαιο και τους κεφαλαιούχους. Η κυβέρνηση επιτίθεται σε δημόσια περιουσία, μισθούς, συντάξεις και μικρούς επιχειρηματίες και επαγγελματίες στο όνομα της κρίσης. Και αυτό, παρόλο που δεν έχουν εκείνοι την ευθύνη, ή έστω την κύρια ευθύνη για τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Αντίθετα, οι φοροκλέπτες, οι άνθρωποι της παραοικονομίας και οι ατσίδες του χρηματοπιστωτικού συστήματος μένουν στο απυρόβλητο, όχι μόνο ως προς τα μέτρα που λαμβάνονται, αλλά και ηθικά. Ευτυχώς, επί παραδείγματι, που η Ουέφα αποκάλυψε ορισμένα από τα κυκλώματα στο ποδόσφαιρο για να γίνει φανερό που βρίσκονται τα πολλά λεφτά, με πιο τρόπο αποκτώνται και πόσο μονόπλευρη είναι η κυβέρνηση στην πολιτική της.Συνολικά η κυβέρνηση διαβάζει με σκληρή αντικοινωνική πρόθεση και λάθος γυαλιά τις αιτίες της κρίσης. Επιλέγει να συμπορευθεί με τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις στην αναζήτηση μονόπλευρων λύσεων. Οι «λύσεις» αυτές είναι αντιπαραγωγικές. Οξύνουν και δεν λύνουν το πρόβλημα. Κοινωνικά είναι άδικες και μονόπλευρα διατεταγμένες. Όταν λοιπόν η κυβέρνηση μιλά για μονόδρομο δεν εννοεί ότι δεν υπάρχουν άλλες λύσεις, αλλά ότι δεν υπάρχουν άλλες επιλογές προς όφελος των λίγων και για την προστασία των συμφερόντων τους. Για εκείνη, λοιπόν, και για εκείνους μπορεί να είναι μονόδρομος, όχι και για μας που γνωρίζουμε ότι και υπάρχει άλλος δρόμος, και οφείλουμε να τον διαβούμε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου